ψείρες


ψείρες

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)
morra

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ψείρα οι ψείρες
γενική της ψείρας των ψειρών
αιτιατική την ψείρα τις ψείρες
κλητική ψείρα ψείρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *