ψεκαστήρας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψεκαστήρας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψεκαστήρας.mp3 spërkatës (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική ο ψεκαστήρας οι ψεκαστήρες Γενική του ψεκαστήρα των ψεκαστήρων Αιτιατική τον ψεκαστήρα τους ψεκαστήρες Κλητική ψεκαστήρα ψεκαστήρες [cite]