αγκαλιά


αγκαλιά

prehër
në krahë

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η αγκαλιά οι αγκαλιές
Γενική της αγκαλιάς των αγκαλιών
Αιτιατική την αγκαλιά τις αγκαλιές
Κλητική αγκαλιά αγκαλιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *