αθώος


αθώος

i pafajshëm

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο αθώο οι αθώοι
Γενική του αθώου των αθώων
Αιτιατική τον αθώο τους αθώους
Κλητική αθώε αθώοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *