( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
egjiptian
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο Αιγύπτιος | οι Αιγύπτιοι |
γενική | του Αιγυπτίου / Αιγύπτιου | των Αιγυπτίων / Αιγύπτιων |
αιτιατική | τον Αιγύπτιο | τους Αιγυπτίους / Αιγύπτιους |
κλητική | Αιγύπτιε | Αιγύπτιοι |
[cite]