Αιθίοπας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αιθίοπας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αιθίοπας.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) etiopian ενικός πληθυντικός ονομαστική ο Αιθίοπας οι Αιθίοπες γενική του Αιθίοπα των Αιθιόπων αιτιατική τον Αιθίοπα τους Αιθίοπες κλητική Αιθίοπα Αιθίοπες [cite]