αιωρόπτερο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αιωρόπτερο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αιωρόπτερο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) avion pa motor ενικός πληθυντικός ονομαστική το αιωρόπτερο τα αιωρόπτερα γενική του αιωρόπτερου των αιωρόπτερων αιτιατική το αιωρόπτερο τα αιωρόπτερα κλητική αιωρόπτερο αιωρόπτερα [cite]