αιώνας


αιώνας

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

shekull

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αιώνας οι αιώνες
γενική του αιώνα των αιώνων
αιτιατική τον αιώνα τους αιώνες
κλητική αιώνα αιώνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *