ακτή


ακτή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

breg

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακτή οι ακτές
γενική της ακτής των ακτών
αιτιατική την ακτή τις ακτές
κλητική ακτή ακτές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *