ακτινοβολία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ακτινοβολία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ακτινοβολία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) rrezatim ενικός πληθυντικός ονομαστική η ακτινοβολία οι ακτινοβολίες γενική της ακτινοβολίας των ακτινοβολιών αιτιατική την ακτινοβολία τις ακτινοβολίες κλητική ακτινοβολία ακτινοβολίες [cite]