αλήτης


αλήτης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

rrugaç
vagabond

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αλήτης οι αλήτες
γενική του αλήτη των αλητών
αιτιατική τον αλήτη τους αλήτες
κλητική αλήτη αλήτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *