ανακοίνωση


ανακοίνωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

njoftim
komunikim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανακοίνωση οι ανακοινώσεις
γενική της ανακοίνωσης / ανακοινώσεως των ανακοινώσεων
αιτιατική την ανακοίνωση τις ανακοινώσεις
κλητική ανακοίνωση ανακοινώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *