ανακούφιση


ανακούφιση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lehtësim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανακούφιση οι ανακουφίσεις
γενική της ανακούφισης / ανακουφίσεως των ανακουφίσεων
αιτιατική την ανακούφιση τις ανακουφίσεις
κλητική ανακούφιση ανακουφίσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *