( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
avion pa motor
glajder
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το ανεμόπτερο | τα ανεμόπτερα |
γενική | του ανεμοπτέρου / ανεμόπτερου | των ανεμοπτέρων / ανεμόπτερων |
αιτιατική | το ανεμόπτερο | τα ανεμόπτερα |
κλητική | ανεμόπτερο | ανεμόπτερα |
[cite]