ανεπίσημος


ανεπίσημος

(επίθετο – mbiemër)

joformal

ενικός
ονομαστική ανεπίσημος ανεπίσημη ανεπίσημο
γενική ανεπίσημου ανεπίσημης ανεπίσημου
αιτιατική ανεπίσημο ανεπίσημη ανεπίσημο
κλητική ανεπίσημε ανεπίσημη ανεπίσημο
πληθυντικός
ονομαστική ανεπίσημοι ανεπίσημες ανεπίσημα
γενική ανεπίσημων ανεπίσημων ανεπίσημων
αιτιατική ανεπίσημους ανεπίσημες ανεπίσημα
κλητική ανεπίσημοι ανεπίσημες ανεπίσημα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *