ανταλλακτικό


ανταλλακτικό

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

pjesë këmbimi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ανταλλακτικό τα ανταλλακτικά
γενική του ανταλλακτικού των ανταλλακτικών
αιτιατική το ανταλλακτικό τα ανταλλακτικά
κλητική ανταλλακτικό ανταλλακτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *