αντικατάσταση


αντικατάσταση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zëvendësim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντικατάσταση οι αντικαταστάσεις
γενική της αντικατάστασης / αντικαταστάσεως των αντικαταστάσεων
αιτιατική την αντικατάσταση τις αντικαταστάσεις
κλητική αντικατάσταση αντικαταστάσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *