αντλία


αντλία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pompë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντλία οι αντλίες
γενική της αντλίας των αντλιών
αιτιατική την αντλία τις αντλίες
κλητική αντλία αντλίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *