απομακρυσμένος


απομακρυσμένος

(μετοχή-pjesore)

i largët

ενικός
ονομαστική απομακρυσμένος απομακρυσμένη απομακρυσμένο
γενική απομακρυσμένου απομακρυσμένης απομακρυσμένου
αιτιατική απομακρυσμένο απομακρυσμένη απομακρυσμένο
κλητική απομακρυσμένε απομακρυσμένη απομακρυσμένο
πληθυντικός
ονομαστική απομακρυσμένοι απομακρυσμένες απομακρυσμένα
γενική απομακρυσμένων απομακρυσμένων απομακρυσμένων
αιτιατική απομακρυσμένους απομακρυσμένες απομακρυσμένα
κλητική απομακρυσμένοι απομακρυσμένες απομακρυσμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *