βίδα


βίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vidë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βίδα οι βίδες
γενική της βίδας των βιδών
αιτιατική τη βίδα τις βίδες
κλητική βίδα βίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *