βαριά


βαριά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vare
rëndë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βαριά οι βαριές
γενική της βαριάς των βαριών
αιτιατική τη βαριά τις βαριές
κλητική βαριά βαριές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *