βαρκούλα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βαρκούλα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βαρκούλα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) varkë e vogël ενικός πληθυντικός ονομαστική η βαρκούλα οι βαρκούλες γενική της βαρκούλας – αιτιατική τη βαρκούλα τις βαρκούλες κλητική βαρκούλα βαρκούλες [cite]