Βατικανό


Βατικανό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

Vatikan

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το Βατικανό
γενική του Βατικανού
αιτιατική το Βατικανό
κλητική Βατικανό
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *