βεβαιότητα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βεβαιότητα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βεβαιότητα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) siguri ενικός πληθυντικός ονομαστική η βεβαιότητα οι βεβαιότητες γενική της βεβαιότητας των βεβαιοτήτων αιτιατική τη βεβαιότητα τις βεβαιότητες κλητική βεβαιότητα βεβαιότητες [cite]