βελγικός


βελγικός

(επίθετο – mbiemër)

belg

ενικός
ονομαστική βελγικός / βέλγικος βελγική / βέλγικη βελγικό / βέλγικο
γενική βελγικού / βέλγικου βελγικής / βέλγικης βελγικού / βέλγικου
αιτιατική βελγικό / βέλγικο βελγική / βέλγικη βελγικό / βέλγικο
κλητική βελγικέ / βέλγικε βελγική / βέλγικη βελγικό / βέλγικο
πληθυντικός
ονομαστική βελγικοί / βέλγικοι βελγικές / βέλγικες βελγικά / βέλγικα
γενική βελγικών / βέλγικων βελγικών / βέλγικων βελγικών / βέλγικων
αιτιατική βελγικούς / βέλγικους βελγικές / βέλγικες βελγικά / βέλγικα
κλητική βελγικοί / βέλγικοι βελγικές / βέλγικες βελγικά / βέλγικα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *