βιβλιοθηκάριος


βιβλιοθηκάριος

(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)

bibliotekar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο/η βιβλιοθηκάριος οι βιβλιοθηκάριοι
γενική του/της βιβλιοθηκαρίου / βιβλιοθηκάριου των βιβλιοθηκαρίων / βιβλιοθηκάριων
αιτιατική το/τη βιβλιοθηκάριο τους/τις βιβλιοθηκαρίους / βιβλιοθηκάριους
κλητική βιβλιοθηκάριε βιβλιοθηκάριοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *