βλέμμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βλέμμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βλέμμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) shikim ενικός πληθυντικός ονομαστική το βλέμμα τα βλέμματα γενική του βλέμματος των βλεμμάτων αιτιατική το βλέμμα τα βλέμματα κλητική βλέμμα βλέμματα [cite]