βλέμμα


βλέμμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

shikim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βλέμμα τα βλέμματα
γενική του βλέμματος των βλεμμάτων
αιτιατική το βλέμμα τα βλέμματα
κλητική βλέμμα βλέμματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *