( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
britmë
ulërimë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η βουή / βοή | οι βουές / βοές |
γενική | της βουής / βοής | των βουών / βοών |
αιτιατική | τη βουή / βοή | τις βουές / βοές |
κλητική | βουή / βοή | βουές / βοές |
[cite]