βοήθεια


βοήθεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ndihmë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βοήθεια οι βοήθειες
γενική της βοήθειας των βοηθειών
αιτιατική τη βοήθεια τις βοήθειες
κλητική βοήθειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *