βουδιστικός


βουδιστικός

(επίθετο – mbiemër)

Budist

ενικός
ονομαστική βουδιστικός βουδιστική βουδιστικό
γενική βουδιστικού βουδιστικής βουδιστικού
αιτιατική βουδιστικό βουδιστική βουδιστικό
κλητική βουδιστικέ βουδιστική βουδιστικό
πληθυντικός
ονομαστική βουδιστικοί βουδιστικές βουδιστικά
γενική βουδιστικών βουδιστικών βουδιστικών
αιτιατική βουδιστικούς βουδιστικές βουδιστικά
κλητική βουδιστικοί βουδιστικές βουδιστικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *