βουτιά


βουτιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zhytje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βουτιά οι βουτιές
γενική της βουτιάς των βουτιών
αιτιατική τη βουτιά τις βουτιές
κλητική βουτιά βουτιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *