βούλα


βούλα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vulë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βούλα οι βούλες
γενική της βούλας των βουλών
αιτιατική τη βούλα τις βούλες
κλητική βούλα βούλες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *