βραχιόλι


βραχιόλι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

byzylyk

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βραχιόλι τα βραχιόλια
γενική του βραχιολιού των βραχιολιών
αιτιατική το βραχιόλι τα βραχιόλια
κλητική βραχιόλι βραχιόλια
[cite]

One Reply to “βραχιόλι”

  1. Anxhela

    Dua te mesoj gjuhen grece

    Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *