βρυκόλακας


βρυκόλακας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vampir

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βρικόλακας οι βρικόλακες
γενική του βρικόλακα των βρικολάκων
αιτιατική το βρικόλακα τους βρικόλακες
κλητική βρικόλακα βρικόλακες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *