χρέος


χρέος

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

borxh

hua

detyrim π.χ (το χρέος προς τους γονείς – detytimi ndaj prindërve)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρέος τα χρέη
γενική του χρέους των χρεών
αιτιατική το χρέος τα χρέη
κλητική χρέος χρέη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *