χρέωση


χρέωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pagesë
detyrim
borxh

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χρέωση τα χρεώσεις
γενική της χρέωσης& χρεώσεως των χρεώσεων
αιτιατική τη(ν) χρέωση τις χρεώσεις
κλητική χρέωση χρεώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *