χρήση


χρήση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

përdorim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χρήση οι χρήσεις
γενική της χρήσης & χρήσεως των χρήσεων
αιτιατική τη(ν) χρήση τις χρήσεις
κλητική χρήση χρήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *