( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
bursë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το χρηματιστήριο | τα χρηματιστήρια |
γενική | του χρηματιστηρίου | των χρηματιστηρίων |
αιτιατική | το χρηματιστήριο | τα χρηματιστήρια |
κλητική | χρηματιστήριο | χρηματιστήρια |
[cite]