χρόνιος


χρόνιος

(επίθετο – mbiemër)

kronik

ενικός
ονομαστική χρόνιος χρόνια χρόνιο
γενική χρόνιου χρόνιας χρόνιου
αιτιατική χρόνιο χρόνια χρόνιο
κλητική χρόνιε χρόνια χρόνιο
πληθυντικός
ονομαστική χρόνιοι χρόνιες χρόνια
γενική χρόνιων χρόνιων χρόνιων
αιτιατική χρόνιους χρόνιες χρόνια
κλητική χρόνιοι χρόνιες χρόνια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *