ωτασπίδες


ωτασπίδες

tapa veshësh
(θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

 

(ωτοασπίδες)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η ωτασπίδα οι ωτασπίδες
Γενική της ωτασπίδας των ωτασπίδων
Αιτιατική την ωτασπίδα τις ωτασπίδες
Κλητική ωτασπίδα ωτασπίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *