ώμος


ώμος

shpatull
(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

copa e pëlhurës që mbulon shpatullën

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο ώμος οι ώμοι
Γενική του ώμου των ώμων
Αιτιατική τον ώμο των ώμους
Κλητική ώμε ώμοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *