αράχνη


αράχνη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

merimangë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αράχνη οι αράχνες
γενική της αράχνης των αραχνών
αιτιατική την αράχνη τις αράχνες
κλητική αράχνη αράχνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *