άστεγος


άστεγος

(επίθετο – mbiemër)

i pastrehë

ενικός
ονομαστική άστεγος άστεγη άστεγο
γενική άστεγου άστεγης άστεγου
αιτιατική άστεγο άστεγη άστεγο
κλητική άστεγε άστεγη άστεγο
πληθυντικός
ονομαστική άστεγοι άστεγες άστεγα
γενική άστεγων άστεγων άστεγων
αιτιατική άστεγους άστεγες άστεγα
κλητική άστεγοι άστεγες άστεγα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *