βέλος


βέλος

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

shigjetë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βέλος τα βέλη
γενική του βέλους των βελών
αιτιατική το βέλος τα βέλη
κλητική βέλος βέλη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *