φιγούρα


φιγούρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

figurë

pështypje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιγούρα οι φιγούρες
γενική της φιγούρας των φιγούρων
αιτιατική τη φιγούρα τις φιγούρες
κλητική φιγούρα φιγούρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *