αποδημία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αποδημία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αποδημία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) shtegtim migrim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αποδημία οι αποδημίες γενική της αποδημίας των αποδημιών αιτιατική την αποδημία τις αποδημίες κλητική αποδημία αποδημίες [cite]