βακαλάος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βακαλάος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βακαλάος.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) merluc ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βακαλάος οι βακαλάοι γενική του βακαλάου των βακαλάων αιτιατική το βακαλάο τους βακαλάους κλητική βακαλάε βακαλάοι [cite]