άθεος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άθεοςhttps://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άθεος.mp3 ateist i pafe (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική ο άθεος οι άθεοι Γενική του άθεου των άθεων Αιτιατική τον άθεο τους άθεους Κλητική άθεε άθεοι [cite]