άθεος


άθεος

ateist
i pafe

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο άθεος οι άθεοι
Γενική του άθεου των άθεων
Αιτιατική τον άθεο τους άθεους
Κλητική άθεε άθεοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *