άξονας


άξονας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

aks
bosht

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο άξονας οι άξονες
γενική του άξονα των αξόνων
αιτιατική τον άξονα τους άξονες
κλητική άξονα άξονες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *