άροτρο


άροτρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

plug
parmendë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άροτρο τα άροτρα
γενική του αρότρου / άροτρου των αρότρων / άροτρων
αιτιατική το άροτρο τα άροτρα
κλητική άροτρο άροτρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *